adoleskanteco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adoleskanteco | adoleskantecoj |
αιτιατική | adoleskantecon | adoleskantecojn |
adoleskanteco (eo)
- η εφηβεία
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Ο όρος χρησιμοποιείται στο παρόν (-ant-). Ο γενικότερος όρος είναι: adoleskeco.