adoprator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

adoprator < adoptio < ad και optio (=εκλέγομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adoprator (la) αρσενικό

αυτός που υιοθετεί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα[επεξεργασία]