adopted

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

adopted (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. θετός, υιοθετημένος, που υιοθετήθηκε
    ⮡  an adopted child - θετό παιδί
    ⮡  an adopted son - θετός γιος
    ⮡  an adopted daughter - θετή κόρη
  2. θετός, για χώρα
    ⮡  an adopted country - θετή πατρίδα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

adopted (en)