adopted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]adopted (en) (χωρίς παραθετικά)
- θετός, υιοθετημένος, που υιοθετήθηκε
- ⮡ an adopted child - θετό παιδί
- ⮡ an adopted son - θετός γιος
- ⮡ an adopted daughter - θετή κόρη
- θετός, για χώρα
- ⮡ an adopted country - θετή πατρίδα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]adopted (en)