adorkliniĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adorkliniĝo | adorkliniĝoj |
αιτιατική | adorkliniĝon | adorkliniĝojn |
adorkliniĝo (eo)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- adorklinigho στο H-sistemo
- adorklinigxo στο X-sistemo