adormentado
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adormentado | adormentados |
θηλυκό | adormentada | adormentadas |
adormentado (pt)