adoucissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adoucissant | adoucissants |
θηλυκό | adoucissante | adoucissantes |
adoucissant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adoucissant | adoucissants |
adoucissant (fr) αρσενικό
- το μαλακτικό, προϊόν που χρησιμοποιείται στο τέλος του πλυσίματος ρούχων για να τα κάνει πιο απαλά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη adoucir