Μετάβαση στο περιεχόμενο

adoucissant

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό adoucissant adoucissants
θηλυκό adoucissante adoucissantes

adoucissant (fr)

  1. καταπραϋντικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adoucissant adoucissants

adoucissant (fr) αρσενικό

  1. το μαλακτικό, προϊόν που χρησιμοποιείται στο τέλος του πλυσίματος ρούχων για να τα κάνει πιο απαλά

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη adoucir