adoucissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
adoucissement | adoucissements |
adoucissement (fr) αρσενικό
- η μείωση της έντασης μιας δυσάρεστης κατάστασης ώστε να γίνει πιο υποφερτή
- η ανακούφιση, η καταπράυνση
- το μαλάκωμα (του νερού)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη adoucir