advance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας advance
γ΄ ενικό ενεστώτα advances
αόριστος advanced
παθητική μετοχή advanced
ενεργητική μετοχή advancing

advance (en)

  1. προχωρώ μπροστά, πλησιάζω
  2. προάγω
  3. επιταχύνω την ανάπτυξη ή την πρόοδο μιας διαδικασίας
  4. δίνω κάτι (χρήματα) νωρίτερα από ό,τι όφειλα
  5. υψώνω, αυξάνω κάτι
  6. προτείνω κάτι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

advance (en)

  1. προέλαση
  2. πρόοδος, εξέλιξη
  3. προκαταβολή
    Έκφραση (κυριολεκτικά) to pay one a[n] (amount/ποσό) advance on one's wages
  4. (στον πληθυντικό) advances (en): φλερτ, πέσιμο


Δείτε επίσης[επεξεργασία]