advance
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| advance | advances |
advance (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πρόοδος, η εξέλιξη
This discovery represents a major scientific advance.
- Η ανακάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει μια μεγάλη επιστημονική πρόοδο.
- η προέλαση
the enemy’s advance - η προέλαση του εχθρού
- η προκαταβολή
I will go to the director to ask for an advance.
- Θα πάω στο διευθυντή να ζητήσω προκαταβολή.
- (μόνο πληθυντικός) ερωτικές κρούσεις, οι προσπάθειες έναρξης σεξουαλικής σχέσης με κάποιον
He made advances on her.
- Της έκανε ερωτικές κρούσεις.
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | advance |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | advances |
| αόριστος | advanced |
| παθητική μετοχή | advanced |
| ενεργητική μετοχή | advancing |
advance (en)
- προχωρώ μπροστά, πλησιάζω
The enemy was advancing unrestrained.
- Ο εχθρός προχωρούσε ακάθεκτος.
- προάγω
- επιταχύνω την ανάπτυξη ή την πρόοδο μιας διαδικασίας
- δίνω κάτι (χρήματα) νωρίτερα από ό,τι όφειλα
- υψώνω, αυξάνω κάτι
- προτείνω κάτι