advance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | advance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | advances |
αόριστος | advanced |
παθητική μετοχή | advanced |
ενεργητική μετοχή | advancing |
advance (en)
- προχωρώ μπροστά, πλησιάζω
- προάγω
- επιταχύνω την ανάπτυξη ή την πρόοδο μιας διαδικασίας
- δίνω κάτι (χρήματα) νωρίτερα από ό,τι όφειλα
- υψώνω, αυξάνω κάτι
- προτείνω κάτι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
advance (en)
- προέλαση
- πρόοδος, εξέλιξη
- προκαταβολή
Έκφραση (κυριολεκτικά) to pay one a[n] (amount/ποσό) advance on one's wages
- (στον πληθυντικό) advances (en): φλερτ, πέσιμο