adversatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- adversatif < δημώδης λατινική adversativus
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adversatif | adversatifs |
θηλυκό | adversative | adversatives |
adversatif (fr)