advertiser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
advertiser | advertisers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]advertiser (en)
- (επάγγελμα) ο διαφημιστής, η διαφημίστρια
- ⮡ She works as an advertiser.
- Εργάζεται ως διαφημίστρια.
- ⮡ She works as an advertiser.