advertiser
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
advertiser | advertisers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]advertiser (en)
- (επάγγελμα) ο διαφημιστής, η διαφημίστρια
She works as an advertiser.
- Εργάζεται ως διαφημίστρια.