Μετάβαση στο περιεχόμενο

advertiser

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
advertiser advertisers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
advertiser < advertise + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

advertiser (en)