advertising

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

advertising (en) (μη μετρήσιμο)

  • η διαφήμιση, η ενέργεια του διαφημίζω, η χρησιμοποίηση των μέσων μαζικής επικοινωνίας για να γίνει γνωστό στους καταναλωτές ένα οικονομικό αγαθό
    ⮡  The advertising gave a boost to our sales.
    Η διαφήμιση έδωσε ώθηση στις πωλήσεις μας.
    ⮡  Advertising cigarettes on TV is prohibited.
    Απαγορεύεται η διαφήμιση των τσιγάρων στην τηλεόραση.
     συνώνυμα: advertisement

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

advertising (en)