advertising
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]advertising (en) (μη μετρήσιμο)
- η διαφήμιση, διαφημιστικός, η ενέργεια του διαφημίζω, η χρησιμοποίηση των μέσων μαζικής επικοινωνίας για να γίνει γνωστό στους καταναλωτές ένα οικονομικό αγαθό
- ⮡ The advertising gave a boost to our sales.
- Η διαφήμιση έδωσε ώθηση στις πωλήσεις μας.
- ⮡ Advertising cigarettes on TV is prohibited.
- Απαγορεύεται η διαφήμιση των τσιγάρων στην τηλεόραση.
- ⮡ We have an advertising budget of 2 million dollars.
- Έχουμε έναν διαφημιστικό προϋπολογισμό 2 εκατομμυρίων δολαρίων.
- ≈ συνώνυμα: advertisement
- ⮡ The advertising gave a boost to our sales.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]advertising (en)