advokatino
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | advokatino | advokatinoj |
| αιτιατική | advokatinon | advokatinojn |
advokatino (eo)
- η δικηγόρος, η δικηγορίνα