aequor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

aequor (la) ουδέτερο

  1. πέλαγος (ακόμα και όταν ταράσσεται από κύματα)
  2. επίπεδη επιφάνεια
  3. πεδιάδα

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική aequor aequŏră
γενική aequŏris aequŏrum
δοτική aequŏrī aequŏrĭbus
αιτιατική aequor aequŏră
κλητική aequor aequŏră
αφαιρετική aequŏre aequŏrĭbus
(γ' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]