aerarius
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]aerarius, -a, -um
Κλίση
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aerarius αρσενικό
- χαλκουργός, χαλκωματάς
- πολίτης κατώτερης κοινωνικής τάξης
Κλίση
[επεξεργασία]| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | aerarius | aerariī |
| γενική | aerariī | aerariōrum |
| δοτική | aerariō | aerariīs |
| αιτιατική | aerarium | aerariōs |
| κλητική | aerarie | aerariī |
| αφαιρετική | aerariō | aerariīs |