aermeĥanikisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aermeĥanikisto < aer(o) + meĥanikisto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aermeĥanikisto | aermeĥanikistoj |
αιτιατική | aermeĥanikiston | aermeĥanikistojn |
aermeĥanikisto (eo)