afektulino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afektulino | afektulinoj |
αιτιατική | afektulinon | afektulinojn |
afektulino (eo)
- γυναίκα που προσποιείται, που φέρεται υποκριτικά απέναντι στους άλλους