affermissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
affermissement | affermissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
affermissement (fr) αρσενικό
- η στερέωση, η σταθεροποίηση, η εδραίωση