Μετάβαση στο περιεχόμενο

affichage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
affichage affichages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

affichage (fr) αρσενικό

  1. αφισοκόλληση, τοιχοκόλληση
  2. εμφάνιση, ανακοίνωση