affine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- affine < (λόγιο δάνειο) γαλλική affin[1] → και δείτε τις λέξεις affined και affinity, λατινική affinis (συνδεδεμένος, κοντινός) < ad + fīnis (τέλος, όριο)
Επίθετο[επεξεργασία]
affine (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ affine - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.