affligeant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | affligeant | affligeants |
θηλυκό | affligeante | affligeantes |
affligeant (fr)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη affliger