affolement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
affolement < affoler

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affolement affolements

affolement (fr) αρσενικό