affranchissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- affranchissement < affranchir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
affranchissement | affranchissements |
affranchissement (fr) αρσενικό
- η απελευθέρωση ενός σκλάβου, ενός δούλου, που γίνεται από τον αφέντη του
- (μεταφορικά) η απελευθέρωση, η ελευθέρωση
- η πληρωμή ενός τέλους