affrontement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- affrontement < affronter
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
affrontement | affrontements |
affrontement (fr) αρσενικό
- η αντιμετώπιση, η σύγκρουση, η αντιπαράθεση, η συμπλοκή, η αναμέτρηση, η κόντρα