affrontement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- affrontement < affronter
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
affrontement | affrontements |
affrontement (fr) αρσενικό
- η αντιμετώπιση, η σύγκρουση, η αντιπαράθεση, η συμπλοκή, η αναμέτρηση, η κόντρα