Μετάβαση στο περιεχόμενο

affrontement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
affrontement < affronter

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affrontement affrontements

affrontement (fr) αρσενικό