afina
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afina | afinaj |
αιτιατική | afinan | afinajn |
afina (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afina | afinaj |
αιτιατική | afinan | afinajn |
afina (eo)