aftermath
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aftermath (en)
- το επακόλουθο
- οι συνέπειες (συνήθως δυσμενούς, δραματικού ή κοσμοϊστορικού μα όχι πάντα) γεγονότος
- οι επιπτώσεις γεγονότος (-ων) στον ρου της ιστορίας
- (μεταφορικά), (κακόσημο) τα «μεθεόρτια»
- οι συνέπειες (συνήθως δυσμενούς, δραματικού ή κοσμοϊστορικού μα όχι πάντα) γεγονότος