Μετάβαση στο περιεχόμενο

afterthought

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

afterthought (en)

  1. μεταγενέστερη σκέψη , δεύτερη σκέψη, σκέψη εκ των υστέρων
  2. (μεταφορικά) μεταγενέστερη προσθήκη σε κείμενο