Μετάβαση στο περιεχόμενο

agacement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
agacement < agacer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɡa.smɑ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
agacement agacements

agacement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]