agaric
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
agaric | agarics |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- agaric < λατινική agaricum < αρχαία ελληνική ἀγαρικόν
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]agaric (en)