agemeco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agemeco | agemecoj |
αιτιατική | agemecon | agemecojn |
agemeco (eo)
- η δραστηριότητα, η όρεξη για δουλειά