agemo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agemo | agemoj |
αιτιατική | agemon | agemojn |
agemo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agemo | agemoj |
αιτιατική | agemon | agemojn |
agemo (eo)