aggravant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aggravant | aggravants |
θηλυκό | aggravante | aggravantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
aggravant (fr)
- που προκαλεί επιδείνωση, επιβαρυντικός