agissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agissant | agissants |
θηλυκό | agissante | agissantes |
agissant (fr)
Μετοχή[επεξεργασία]
agissant (fr)