agneau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
agneau | agneaux |
agneau (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το αρνί, το αρνάκι, ο αμνός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
agneau | agneaux |
agneau (fr) αρσενικό