Μετάβαση στο περιεχόμενο

agnomen

Από Βικιλεξικό

Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
agnomen < ad + nomen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁nḗh₃mn̥

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agnomen ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη nomen

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική agnomen agnomină
γενική agnominis agnominum
δοτική agnominī agnominĭbus
αιτιατική agnomen agnomină
κλητική agnomen agnomină
αφαιρετική agnomine agnominĭbus
(γ' κλίση)