agrablaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agrablaĵo | agrablaĵoj |
αιτιατική | agrablaĵon | agrablaĵojn |
agrablaĵo (eo)
- θέαμα για αναψυχή, διασκέδαση
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- agrablajho στο H-sistemo
- agrablajxo στο X-sistemo