agrable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
agrable < agrabl- + -e

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

agrable (eo)

  • ευχάριστα
    estas agrable vidi lin - είναι ευχάριστο να τον βλέπει κανείς