agraro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agraro | agraroj |
αιτιατική | agraron | agrarojn |
agraro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agraro | agraroj |
αιτιατική | agraron | agrarojn |
agraro (eo)