agresema
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agresema | agresemaj |
αιτιατική | agreseman | agresemajn |
agresema (eo)
- li estas agresema al ĉiuj, είναι επιθετικός με όλους