agresiune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
agresiune (ro) θηλυκό
- η επίθεση
- η εισβολή
- η εχθροπραξία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του agresiune
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o agresiune | agresiunea | nişte agresiuni | agresiunile |
γενική | a unei agresiuni | agresiunii | a unor agresiuni | agresiunilor |
δοτική | a unei agresiuni | agresiunii | a unor agresiuni | agresiunilor |
αιτιατική | o agresiune | agresiunea | nişte agresiuni | agresiunile |
κλητική | — | - | — | - |