agresseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- agresseur < aggresseur < δημώδης λατινική aggressor
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agresseur | agresseurs |
θηλυκό | agresseuse | agresseuses |
agresseur (fr) αρσενικό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη agresser