Μετάβαση στο περιεχόμενο

agressivité

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
agressivité < agressive + -ité

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
agressivité agressivités

agressivité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη agresser