agricultural

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

agricultural < agriculture + -al

Επίθετο[επεξεργασία]

agricultural (en)

  1. γεωργικός, αγροτικός
    The promotion of the agricultural products of our region.
    Η προβολή των αγροτικών προϊόντων της περιοχής μας.
  2. γεωπονικός
    Agricultural University of Athens - Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών