agricultural
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- agricultural < agriculture + -al
Επίθετο
[επεξεργασία]agricultural (en)
- γεωργικός, αγροτικός, γεωπονικός, συνδέονται με την επιστήμη ή την πρακτική της γεωργίας
- ⮡ agricultural tools - γεωργικά εργαλεία
- ⮡ the promotion of the agricultural products of our region - η προβολή των αγροτικών προϊόντων της περιοχής μας
- ⮡ Agricultural University of Athens - Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών