agroalimentaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- agroalimentaire < agro- + alimentaire
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
agroalimentaire | agroalimentaires |
agroalimentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό