agronome
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
agronome | agronomes |
agronome (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αγρονόμος, γεωπόνος
- χρησιμοποιείται σαν επίθετο στην έκφραση: « ingénieur agronome » (διπλωματούχος μιας ανώτατης σχολής αγρονομίας)