agronome

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
agronome agronomes

agronome (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αγρονόμος, γεωπόνος
  2. χρησιμοποιείται σαν επίθετο στην έκφραση: « ingénieur agronome » (διπλωματούχος μιας ανώτατης σχολής αγρονομίας)

Συγγενικά[επεξεργασία]