agronomiisto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | agronomiisto | agronomiistoj |
| αιτιατική | agronomiiston | agronomiistojn |
agronomiisto (eo)