aground
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]aground (en) (χωρίς παραθετικά)
- προσαράζω, το πλοίο αγγίζει το έδαφος σε ρηχά νερά και δεν μπορεί να κινηθεί
- ↪ The ship ran aground in shallow waters.
- Το πλοίο προσάραξε στα ρηχά.
- ↪ The ship ran aground in shallow waters.
Πηγές
[επεξεργασία]- aground - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 745. ISBN 9780194325684., λήμμα: προσαράζω