ahurissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ahurissant | ahurissants |
θηλυκό | ahurissante | ahurissantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
ahurissant (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ahurir