ahurissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ahurissement < ahurir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ahurissement | ahurissements |
ahurissement (fr) αρσενικό
- η κατάπληξη, το αποσβόλωμα
- η αποβλάκωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ahurir