Μετάβαση στο περιεχόμενο

ahurissement

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ahurissement < ahurir

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ahurissement ahurissements

ahurissement (fr) αρσενικό

  1. η κατάπληξη, το αποσβόλωμα
  2. η αποβλάκωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη ahurir