aid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aid | aids |
aid (en)
- (μη μετρήσιμο) η βοήθεια, χρήματα, τρόφιμα κ.λπ. που αποστέλλονται για να βοηθήσουν χώρες σε δύσκολες καταστάσεις
- ⮡ foreign aid - ξένη βοήθεια
- ⮡ aid to developing countries - βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες
- (μη μετρήσιμο) η βοήθεια που χρειάζομαι, ειδικά για να εκτελέσω μια συγκεκριμένη εργασία
- ⮡ He came to my aid.
- Ήρθε σε βοήθεια μου.
- ⮡ He came to my aid.
- το βοήθημα, ένα αντικείμενο, μια μηχανή κτλ. που χρησιμοποιώ για να με βοηθήσει να κάνω κάτι
- ⮡ teaching aids - βοηθήματα διδασκαλίας
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | aid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | aids |
αόριστος | aided |
παθητική μετοχή | aided |
ενεργητική μετοχή | aiding |
aid (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο)
- βοηθάω, υποβοηθώ
- ⮡ The movable arm of the machine aids in assembly.
- Ο κινητός βραχίονας του μηχανήματος βοηθά στη συναρμολόγηση.
- ⮡ They are the conditions which aid in the growth of small businesses.
- Είναι οι συνθήκες που υποβοηθούν την ανάπτυξη των μικρών επιχειρήσεων.
- ⮡ The movable arm of the machine aids in assembly.