Μετάβαση στο περιεχόμενο

aid

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aid aids

aid (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η βοήθεια, χρήματα, τρόφιμα κ.λπ. που αποστέλλονται για να βοηθήσουν χώρες σε δύσκολες καταστάσεις
      foreign aid - ξένη βοήθεια
      aid to developing countries - βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες
  2. (μη μετρήσιμο) η βοήθεια που χρειάζομαι, ειδικά για να εκτελέσω μια συγκεκριμένη εργασία
      He came to my aid.
    Ήρθε σε βοήθεια μου.
  3. το βοήθημα, ένα αντικείμενο, μια μηχανή κτλ. που χρησιμοποιώ για να με βοηθήσει να κάνω κάτι
      teaching aids - βοηθήματα διδασκαλίας
ενεστώτας aid
γ΄ ενικό ενεστώτα aids
αόριστος aided
παθητική μετοχή aided
ενεργητική μετοχή aiding

aid (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο)

  • βοηθάω, υποβοηθώ
      The movable arm of the machine aids in assembly.
    Ο κινητός βραχίονας του μηχανήματος βοηθά στη συναρμολόγηση.
      They are the conditions which aid in the growth of small businesses.
    Είναι οι συνθήκες που υποβοηθούν την ανάπτυξη των μικρών επιχειρήσεων.