aigre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aigre < δημώδης λατινική acrus < acer

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aigre aigres

aigre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. υπόξινος
  2. (μεταφορικά) δριμύς, κακόκεφος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]